Υπάρχει ουδέτερη δημοσιογραφία;
Σκέψεις με αφορμή τη δημοσιογραφική κάλυψη της υπόθεσης Λιγνάδη και τα σχόλια συναδέλφων για τη δημοσιογραφική κάλυψη του γεγονότος
Η ιστορία που λέει ότι οι ΜΚΟ είναι απάτες που στήνονται με σκοπό να καταχρασθούν δημόσιο χρήμα, ότι εμπλέκονται σε κυκλώματα παράνομης μεταφοράς προσφύγων και μεταναστών ή ότι τώρα εμπλέκονται σε υπόθεση κυκλώματος παιδεραστίας, ακούγεται πράγματι γκαιμπελικής εμπνεύσεως.
Την ίδια ακριβώς ιστορία μπορείς να πεις για τα ιδρύματα της εκκλησίας, τις πολυεθνικές, τη Σοβιετική Ένωση και τους Εβραίους. Και σε κάθε εκδοχή από πίσω μάλλον θα βρεις και τον Σόρος, ως χρηματοδότη. Χρέος των αρχών και μαζί με αυτές της άτυπης τέταρτης εξουσίας (κατά τη φιλελεύθερη παράδοση) είναι να ερευνούν και να τεκμηριώνουν κάθε υπόθεση ξεχωριστά και να μην αφήνουν υπόνοιες για την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων που πάντα εξυφαίνουν θεωρίες συνωμοσίας.
Δεν υπάρχει καμιά λογική συνεπαγωγή ανάμεσα στο γεγονός ότι προσφυγόπουλα πήγαιναν στο σπίτι του Λιγνάδη με την ιδέα ότι μπορεί η Αντιγόνη Λυμπεράκη να ευθύνεται για αυτό. Ακόμα, το γεγονός ότι ΜΚΟ που φέρεται να συνδέεται με τον Υπουργό Μετανάστευσης και άλλη με υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ νωρίτερα, μπορεί να έχουν καταχρασθεί δημόσιο χρήμα δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταδικάσουμε τις ΜΚΟ (υπέρ τίνος;) αλλά δεν δημιουργεί και καμια πολιτική αναλογία. Η συγκολλητική ουσία που κάνει λογικοφανείς συνδέσεις και λογικοφανείς αναλογίες να φαίνονται πειστικές είναι αντιπολιτική.
Στην αρένα της δημοσιότητας
Ηδη από τις αρχές του 2000, θεωρητικοί των Μέσων, διατύπωναν ερωτηματα για τη λειτουργία της δημοσιογραφίας ως μηχανισμού ελέγχου των εξαιρέσεων απο το πολιτισμικό, ηθικό και δημοκρατικό κεκτημένο. Το πέρασμα στο ψηφιακό περιβάλλον των διασυνδεδεμένων Μέσων θα δομούνταν πάνω στις αξίες και τους περιορισμούς της αγοράς και όχι της δημοκρατίας. Στη χώρα μας ο δημόσιος λόγος μετατρέπεται συχνά σε μια αρένα στην οποία δολοφονούνται χαρακτήρες, σφάζονται τέρατα και ματώνουν ήρωες σε μάχες διάρκειας λίγων ωρών ή ημερών προτού ξεχαστούν όλα. Την αρένα την έφτιαξε η αρύθμιστη ιδιωτική τηλεόραση και αργότερα η αντίληψη ότι αν αφήσουμε όλους να εκφράζονται χωρίς κανόνες στο ψηφιακό πεδίο θα οδηγηθούμε σε μια ανύψωση του δημοσίου διαλόγου, αφού όλοι θα έχουν όφελος από κάτι τέτοιο.
Στην πραγματικότητα συνέβη το αντίθετο. Αποσαθρώθηκε η οικονομία που στήριζε το δημόσιο διάλογο με αποτέλεσμα «η αλήθεια» να χάσει την αξία της στην αγορά της επικοινωνίας. Εδώ και πολλά χρόνια βρίσκεις δουλειά σε αναλογικά και ψηφιακά ΜΜΕ αν κάνεις τις δημόσιες σχέσεις κάποιου, ή αν τρολλαρεις. Όχι για να λες την αλήθεια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οποιαδήποτε εξίσωση ανάμεσα σε κέντρα πολιτικής ισχύος με διαφορετικές ατζέντες και αξίες αποτελεί έναν αφελή φιλελευθερισμό, στην καλύτερη περίπτωση.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για τη δημοσιογραφία σαν να είναι κάτι αποστασιοποιημένο από την πολιτική.
Η δημοσιογραφία στην εποχή της μετα-αλήθειας δεν χρειάζεται να είναι μόνο αντικειμενική, αλλά και ηθική. Όχι ηθικιστική, ούτε ουδέτερη. Ηθική της πρέπει να είναι η υπεράσπιση της κοινωνίας, των αδύναμων, των ανθρωπιστικών αξιών, του κράτους δικαίου και του δημοσίου οφέλους έναντι της εξουσίας, πολιτικής, οικονομικής, στρατιωτικής, ιδιωτικής η άλλης.
Η δημοσιογραφία δεν πρέπει να δικάζει και δεν πρέπει να εξισώνει. Πρέπει να δημιουργεί χώρο για όσους δεν έχουν τη δυνατότητα να πουν την αλήθεια τους απέναντι σε εκείνους που έχουν τη δύναμη να επιβάλουν τη δική τους.
Μια δημοσιογραφία που δεν μπορεί να αλλάξει την ατζέντα όταν χρειάζεται να υπερασπισθεί αξίες πως υπερασπίζεται το δημόσιο συμφέρον; Στην εποχή των στρατών των τρολς, της Cambridge Analytica, της ομάδας αλήθειας, του πολιτικού αμοραλισμού και κυνισμού, των φιλόδοξων Μπερλουσκόνι όπου φήμες, προκαταλήψεις, ψέματα, παραπληροφόρηση και στημένες παγίδες επιβάλουν την ατζέντα τι πρέπει να κάνουν οι δημοσιογράφοι; Απέναντι στην αριστερή αμφιθυμία ή μελαγχολία, τον νεοαυριανισμό, τον γκαιμπελισμό της δεξιάς και το φιλελευθερισμό της μαφίας που βρίσκονται οι ίσες αποστάσεις;
Ο λόγος για τον οποίο το ελληνικό φωτορεπορτάζ διακρίθηκε και έδωσε στον Γιάννη Μπεχράκη το Πούλιτζερ είναι γιατί βρήκε ένα πλαίσιο που του επέτρεπε να αναπτύξει μια γλώσσα η οποία δεν περιέγραφε απλώς τα γεγονότα - αλλά τα συνέδεε με αξίες. Ο Σούπερμαν του Γιάννη Μπεχράκη είναι ένας πρόσφυγας που περπατά στα βαλκάνια μέσα στη βροχή προσπαθώντας να σώσει το γιό του. Κι όταν βλέπει τις βάρκες με τους πρόσφυγες να διασχίζουν το Αιγαίο, βάζει ένα ειδυλιακό ηλιοβασίλεμα πίσω τους για να εκφράσει τη δική του ελπίδα για τον άνθρωπο. Ας μην τσουβαλιάζουμε λοιπόν ανομοιογενείς υποθέσεις και ας παρατηρήσουμε ποιά ιστορια λέμε για την εποχή μας.
Για να γυρίσω στην υπόθεση Λιγνάδη, τo δικό μου ρεπορτάζ δεν μιλάει ούτε για τη Solidarity Now, ουτε για την Action Aid, αλλά για άλλη οργάνωση, την οποία δεν έχει νόημα να αναφέρω. Αυτο που έχει νόημα ειναι οτι χρειάστηκε να γίνουν όλα αυτά για να παρέμβει η εισαγγελία. Χρειάστηκε να εκτεθούμε σε μια βασανιστική δημοσιογραφία που αναδύεται όταν υποχωρούν οι θεσμοί. Τώρα είναι ανάγκη να έρθει στην επιφάνεια το κύκλωμα που κάνει δυνατή αυτή την κατάχρηση εξουσίας, που δίνει το δικαίωμα σε κάποιους να βασανίζουν αθώες ψυχές χωρίς συνέπειες. Η υπόθεση Λιγνάδη έχει ανοίξει ένα απο τα μεγαλύτερα τραυματα της ελληνικής κοινωνίας, ξεκινάει με ένα φοβερό σκάνδαλο αλλά πρέπει να θέσει σε επερώτηση την εξουσια σε όλες τις μορφές της, τις αξίες της και τη σχέση της με την κοινωνία.